- τεθνακοχαλκίδας
- τεθνᾱκοχαλκίδας [ῐ], α, ὁ, perh.A one who would die for a farthing, i.e. a miser, Cerc.4.11.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τεθνακοχαλκίδας — ὁ, Α αυτός που θα διακινδύνευε και να πεθάνει για ένα χαλκό νόμισμα, τελείως άφραγκος, εξαθλιωμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τέθνηκα, παρακμ. τού θνήσκω «πεθαίνω» + χαλκός + κατάλ. ίδης / ίδᾱς] … Dictionary of Greek